- γυναικολογικός
- -ή, -όαυτός που έχει σχέση με τη γυναικολογία: Υποβλήθηκε σε γυναικολογικές εξετάσεις.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
γυναικολογικός — ή, ό ο σχετικός με τη γυναικολογία … Dictionary of Greek